-
1 γαργαλισμός
γαργᾰλ-ισμός, ὁ,A tickling (γέλως διὰ κινήσεως τοῦ μορίου τοῦ περὶ τὴν μασχάλην Arist.PA 673a8
), Hp. Alim.26, Pl.Smp. 189a (pl.), Phdr. 253e, Epicur.Fr. 412 (pl.);ἐν τῷ σώματι διέδραμε γ. Hegesipp.1.16
;ἡδονὴ γαργαλισμοῦ ἐφίεται Ph.1.118
, cf. 212 (pl.), Plu.2.765c: [full] γάργαλος, ὁ (more [dialect] Att. acc. to Moer., cf. Ar. Th. 133), and [full] γαργάλη, ἡ, are cited by Erot. s.v. γαργαλισμός, fr. Ar.Fr. 175 and Diph.25.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γαργαλισμός
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский